Για την ερχόμενη Τετάρτη, κατά τη συζήτηση και ψήφιση των συμφωνιών για τη ΑΟΖ με την Αίγυπτο και την Ιταλία, ίσως θα πρέπει να αναμένεται η πρώτη σύγκρουση κορυφής του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Αλέξη Τσίπρα για τα εθνικά θέματα, αλλά και για τον κορονοϊό. Ίσως όχι τόσο για τις συμφωνίες καθαυτές, καθώς ακόμα και στα ανώτερα κλιμάκια του ΣΥΡΙΖΑ αναγνωρίζουν την ανάγκη να προχωρήσουν αυτές οι διευθετήσεις λόγω της ύπαρξης του τουρκολιβυκού μνημονίου.
Ο κ. Μητσοτάκης, πάντως, αναμένεται να τοποθετηθεί για τις συμφωνίες που συνομολογήθηκαν τις προηγούμενες εβδομάδες και αναβαθμίζουν τη θέση της χώρας και
στο νομικό πεδίο έναντι της Τουρκίας. Σημειωτέον ότι η κυβέρνηση δεν υποχώρησε όλο το προηγούμενο διάστημα στις… έξωθεν παρεμβάσεις να παραπέμψει στις καλένδες την κύρωση των ΑΟΖ, ενώ, σε συνεννόηση με την κυβέρνηση της Αιγύπτου, και η κυβέρνηση Σίσι προέβη με αστραπιαίες κινήσεις στην έγκριση της συμφωνίας από το τοπικό Κοινοβούλιο, και μάλιστα εν μέσω προεκλογικής περιόδου, δείχνοντας πόσο σοβαρά παίρνει την κατάσταση.
Την ίδια ώρα, με την τουρκική Navtex να εκπνέει αύριο και να μη θεωρείται άκρως πιθανό να ανανεωθεί, είναι σαφές ότι το ενδιαφέρον μετατοπίζεται στο πώς και υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί να ξεκινήσει ξανά ένας διάλογος με τη γείτονα. Η Ελλάδα είχε όλο το προηγούμενο διάστημα στείλει το μήνυμα ότι, εφόσον το «Oruc Reis» αποχωρήσει από την ελληνική ΑΟΖ πριν από την εκπνοή της ναυτικής οδηγίας, το κανάλι του διαλόγου θα μπορούσε να αποκατασταθεί, έστω σε επίπεδο διπλωματικών συμβούλων Μητσοτάκη – Ερντογάν. Είναι σαφές ότι το περιβάλλον, πλέον, δεν είναι εύκολο, αλλά την ίδια ώρα είναι και συντονισμένες οι πιέσεις για μια αποκλιμάκωση από μέρους της Τουρκίας, με την προοπτική της αποκατάστασης της διαδικασίας των διερευνητικών επαφών.
Η Ελλάδα τονίζει ότι, εφόσον η Τουρκία αποστεί των προκλητικών ενεργειών, είναι έτοιμη να συζητήσει για τα θέματα που αναγνωρίζει ως εκκρεμή, ήτοι την υφαλοκρηπίδα και, συνακόλουθα, την ΑΟΖ. Αίσθηση προκάλεσε, μάλιστα, το γεγονός ότι η Άνγκελα Μέρκελ, μετά τη Σύνοδο Κορυφής για τη Λευκορωσία την Τετάρτη, αναφέρθηκε ονομαστικά
στις διακοπείσες τον Μάρτιο του 2016 διερευνητικές επαφές, υπογραμμίζοντας την ανάγκη Ελλάδα και Τουρκία να ξαναπιάσουν το νήμα του παραγωγικού διαλόγου. Σε
αυτό το κλίμα, η Αθήνα θέλει να στέλνει και στους εταίρους το μήνυμα ότι δεν είναι αυτή που δεν επιδιώκει τον διάλογο, αλλά, όπως η Τουρκία κλιμάκωσε την κατάσταση, έτσι και η Τουρκία είναι αυτή που θα πρέπει να την αποκλιμακώσει, ώστε ο διάλογος να καταστεί εφικτός.
Δεν θα πρέπει το επόμενο διάστημα, με τη μεσολάβηση της Καγκελαρίας, να υπάρξει επικοινωνία της διπλωματικής συμβούλου του πρωθυπουργού Ελένης Σουρανή με τον
εκπρόσωπο της τουρκικής προεδρίας Ιμπραήμ Καλίν, προκειμένου να επανεκκινήσει η διαδικασία της συζήτησης. Άλλωστε, η Αθήνα έχει επιλέξει το σχήμα των διπλωματών για την πρώτη φάση των διερευνητικών, με επικεφαλής τον παλαίμαχο πρέσβη Παύλο Αποστολίδη. Οριστικές αποφάσεις και ημερομηνίες, όμως, δεν υπάρχουν αυτή τη στιγμή, πέρα από μια πρόθεση της Αθήνας να μη συνεχιστεί η ένταση, αλλά και να μη γίνει διάλογος υπό όρους εκβιασμού.
Μαραθώνιος ως τη σύνοδο
Την ίδια ώρα, η Αθήνα, σε συντονισμό με τη Λευκωσία, «τρέχει» σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την αυστηροποίηση της στάσης της Ε.Ε. έναντι της Τουρκίας. Η επιβολή κυρώσεων στην Άγκυρα, σε αυτό το στάδιο, θεωρείται μια εξαιρετικά δύσκολη άσκηση, λόγω της στάσης που τηρεί και στο παρασκήνιο η Γερμανία, η οποία επιχειρεί να διαμορφώσει ισορροπίες και να μη διαρρήξει τη σχέση της με την Άγκυρα. Όμως, πρέπει οι επιλογές να είναι πάνω στο τραπέζι. Εξ ου, αναμένεται στο άτυπο συμβούλιο των υπουργών Εξωτερικών της Πέμπτης να γίνει μια πρώτη συζήτηση, στη βάση της εισήγησης που θα κάνει ο ύπατος αρμοστής της Ένωσης Ζοζέπ Μπορέλ, ο οποίος έχει λάβει και τη σχετική πολιτική εντολή.
Την ίδια ώρα, η Αθήνα θέλει να «κλειδώσει» τις συμμαχίες της, εξ ου και θεωρείται κρίσιμη η Σύνοδος των Χωρών του Νότου, που οριστικοποιήθηκε στη Γαλλία στις 10/9, λίγες ημέρες πριν από την άνοδο Μητσοτάκη στη Θεσσαλονίκη για τη ΔΕΘ, υπό τον Εμανουέλ Μακρόν και με τη συμμετοχή Γαλλίας, Ελλάδας, Ιταλίας, Ισπανίας, Κύπρου, Πορτογαλίας και Μάλτας. Και φυσικά, η Αθήνα δίνει μεγάλη σημασία στην ειδική Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε. που θα γίνει στις 24 Σεπτεμβρίου με φυσική παρουσία, καθώς εκεί το «παζάρι» θα είναι πιο έντονο απ’ ό,τι σε μια τηλεδιάσκεψη.
Η Αθήνα θέλει, με άλλα λόγια, να σταλεί με ευκρίνεια ένα μήνυμα στην Άγκυρα ότι δεν νοείται παραβίαση κυριαρχικών δικαιωμάτων κρατών-μελών χωρίς συνέπειες – και σε αυτή την προσπάθεια η Ελλάδα δεν έχει ως μόνη σύμμαχο της Γαλλία. Για παράδειγμα, με τις ελληνικές θέσεις συντάσσονται ευκρινώς και η Αυστρία, αλλά και χώρες του Βίσεγκραντ, όπως για παράδειγμα η Σλοβακία, η οποία εξέπληξε τους Έλληνες αξιωματούχους στην πρόσφατη σύνοδο κορυφής μέσω τηλεδιάσκεψης.
του Γιώργου Ευγενίδη






